Λεανείρας

Λεανείρας
Λεανείρᾱς , Λεανείρα
fem acc pl
Λεανείρᾱς , Λεανείρα
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αμύκλας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, κόρης του Ευρώτα, και αδελφός της Ευρυδίκης, η οποία ήταν σύζυγος του Ακρίσιου. Από τον γάμο του με τη Διομήδη ο Α. απέκτησε δύο γιους, τον Κυνόρτα και τον Υάκινθο. O Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”